Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμφιλύκη [amfilíci] η, (L)
- ① daybreak, dawn (syn γλυκοχάραμα, Lλυκαυγές):
- ζούμε την πρώτη ώρα της αυγής με τα μάτια φορτωμένα όνειρα και σκοτάδια της νύχτας· είμαστε η ~ (Panagiotop) |
- poem κι ολόγυρά μου να χτυπούν οι καμπάνες της θάλασσας, | οι καμπάνες της λαμπρής αμφιλύκης (id.) |
- και των αρχαίων ανοίχτηκε ναών η θύρα | στην πρωτινήν αθάνατη ~ (Malakasis) |
- κι όταν σημάνη η ~ των λουλουδιών, | κινάει κι ανοίγει την κάμαρα με τους καθρέφτες (Themelis)
- ② twilight, dusk (syn λυκόφως L, μούχρωμα, σούρουπο):
- είχε κατέλθει ~ κ' εδρόσιζε πάλιν (Papadiam) |
- ένα σουραύλι παίζει μέσα στη θαμπή ατμόσφαιρα της βραδινής αμφιλύκης (Melas) |
- poem αμίλητοι και σοβαροί οι άνθρωποι καταποντίζονται στην ~ του ήσκιου τους (Kaftantzis)
[fr K αμφιλύκη ← Hοmeric αμφιλύκη νυξ]
- ① daybreak, dawn (syn γλυκοχάραμα, Lλυκαυγές):