Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμφιβάλλω
3 εγγραφές [1 - 3]
αμφιβάλλω [amfiválo] ipf αμφέβαλλα & rarely αμφίβαλλα, prp αμφιβάλλοντας,
  • doubt, have doubts about, call into question (syn αμφιρρέπω, αμφιταλαντεύομαι, έχω ενδοιασμούς or αμφιβολία, διστάζω να πιστέψω κάτι, ant είμαι βέβαιος για κάτι):
    • θα γίνη η εκδρομή; - ~ |
    • ~ για το καθετί, το παραμικρό, για όλα |
    • μην αμφιβάλλης για την αγάπη μου |
    • αμφιβάλλεις ακόμη; do you still have doubts? |
    • ~ αν I doubt whether, e.g. ~ αν είναι αληθές or αν θα 'ρθη |
    • δεν ~ have no doubts, e.g. δεν ~ ότι θα μου κάμης τη χάρη |
    • επειδή άλλαξες πολύ, αμφέβαλλα αν είσαι συ |
    • δεν έχουμε λόγους ν' αμφιβάλλουμε για την ακρίβεια της πληροφορίας |
    • gnom αυτός που δεν αμφέβαλλε ποτέ του δεν πίστεψε ποτέ (Vrettakos) |
    • δεν μπορώ ν' ~ για το ότι ~ (Theodorakop) |
    • αφού σκεφτόμουνα κι αμφίβαλλα αν αληθινά υπάρχουν τα άλλα πράματα, απ' αυτό έβγαινε πολύ φανερά και πολύ βέβαια το συμπέρασμα πως υπάρχω (Theodoridis) |
    • ο Aισχύλος πίστευε, ο Σοφοκλής πίστευε ακόμα, ο Eυριπίδης αμφέβαλλε (Athanasiadis-N) |
    • poem όμως εγώ ~ ακόμα και για την αμφιβολία μου (Pastellas)

[fr MG αμφιβάλλω ← ByzG, PatrG ← K, AG]

αμφιβάλλων1 [amfiválon] ο,
  • doubter (near-syn ο άπιστος) .
αμφιβάλλων2, -ουσα, -ον [amfiválon] (L)
  • ① doubting:
    • αμαρτωλός μπορεί να μπης στο ναό, ~ όχι (Athanasiadis-N) |
    • αμφιβολία και ύπαρξη, αν δεν ταυτίζονται, συνιστούν μιαν αξεχώριστη πρωταρχή, που έχει να κάνη με το πάθος και την αγωνία, με την οποία η αμφιβάλλουσα ύπαρξη "επικοινωνεί" στη συνάντησή της με τον κόσμο (SPanou).

[prp of αμφιβάλλων1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες