Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αμφίδρομος
1 item total
αμφίδρομος, -η, -ο [amfí∂romos] (L)
  • running both ways, two-way:
    • αμφίδρομη και όχι μονόδρομη πρέπει να φαντασθούμε την αιτιότητα ανάμεσα στους δύο τους όρους (το δημιουργό και την εποχή του) (Papanoutsos) |
    • poem εκεί ...| που ο χρησμός αστράφτει ~ στα σκότη (Sikel)

[fr K, AG αμφίδρομος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go