Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμυθολόγητος
1 εγγραφή
αμυθολόγητος, -η, -ο [amiθolóyitos]
  • ① not enveloped or couched in myths, not mythologized (ant μυθολογημένος):
    • η αμυθολόγητη ερμηνεία πηγαίνει χέρι χέρι με την οικονομική και κοινωνική αλλαγή που έγινε στις ιωνικές πόλεις (Theodoridis) |
    • η καινούργια αντίληψη του κόσμου και της ζωής, η αμυθολόγητη κοσμοερμηνεία, γεννήθηκε από τις νέες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες (id.)
  • ② act. not knowing mythology, ignorant of mythology:
    • ο λογοτέχνης πρέπει να έχη φαντασία και να μην είναι ~

[cpd w. *μυθολογητός (cf μυθολογητέον Plato): μυθολογώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες