Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμυγδαλιά
1 εγγραφή
αμυγδαλιά [amiγ∂aljá] η, (& μυγδαλιά) bot
  • almond tree, Amygdalus communis:
    • ανθισμένη or ολάνθιστη ~ |
    • χιώτικη ~ |
    • οι αμυγδαλιές ανθίζουν το Φλεβάρη |
    • είναι όμορφη σαν ανθισμένη ~ |
    • άνθι, κλωνάρι, κλαριά μυγδαλιάς |
    • φυτώριο από αμυγδαλιές |
    • έτσι ξεγελιούνται κ' οι καρδιές μας σαν τις μυγδαλιές που πολλές φορές ανθίζουν προτού να 'ρθη η πίκρα του χειμώνα (Christomanos) |
    • μέσα στο σπέρμα της αμυγδαλιάς είναι κιόλας ολόκληρη η ~ (Tatakis) |
    • folks. η ~ που 'χει τη χάρη | να 'ν' του χειμώνα το καμάρι (Dimitrakos) |
    • poem εκούνησε την ανθισμένη μυγδαλιά | με τα χεράκια της (Drosinis) |
    • και χάνοντας τον ήλιο της η μυγδαλιά η καημένη | πετάει τα νυφιάτικα και πέφτει και πεθαίνει (Palam) |
    • η μυγδαλιά το μεσοχείμωνο | με ανθούς αρματωμένη (Kazantz Od 8.113) |
    • βάλε τα σπάρτα στα μαλλιά σου, | τις μυγδαλιές στην αγκαλιά σου | κ' έβγα νυφούλα στα βουνά (Vrettakos) |
    • τι θέλει η μυρωδιά | που μας χτυπά απαλότατα | με αμυγδαλιάς ανθόκλωνο την καρδιά; (Polydouri) |
    • είναι μια μυγδαλιά που σεργιανάει σα νύφη στο περβόλι (Ritsos)

[fr MG αμυγδαλέα (and in Portius, 1635; dial αμυγδαλιά Somavera, 1709) ← K αμυγδαλέα, der of αμύγδαλον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες