Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπουγάδιαστος
1 εγγραφή
αμπουγάδιαστος, -η, -ο [abuγá∂jastos]
  • not poured over w. lye, not washed w. lye (ant μπουγαδιασμένος, near-ant αλισιβιασμένος):
    • τα ρούχα δεν καθαρίζουν καλά, αν είναι αμπουγάδιαστα |
    • τα 'χω αμπουγάδιαστα ακόμα τα ασπρόρουχα

[fr LMG αμπουγάδιαστος (Somavera, 1709), cpd w. μπουγιαδιαστός: μπουγιαδιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες