Greek-English Dictionary (Georgakas)
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αμπελοκτηματίας [ambeloktimatías] ο, (L)
- vineyard owner
[cpd of άμπελος & κτηματίας; cf kath αμπελοκτήμων]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[cpd of άμπελος & κτηματίας; cf kath αμπελοκτήμων]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |