Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπελοκτηματίας
1 εγγραφή
αμπελοκτηματίας [ambeloktimatías] ο, (L)
  • vineyard owner

[cpd of άμπελος & κτηματίας; cf kath αμπελοκτήμων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες