Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπελήσιος
1 εγγραφή
αμπελήσιος, -α, -ο [ambelísjos]
  • of or pertaining to a vine or a vineyard (syn αμπελίτικος):
    • ~ καζμάς |
    • αμπελήσια φύλλα, αμπελήσια βίτσα |
    • αμπελήσια χόρτα |
    • αμπελήσιο κλήμα |
    • αμπελήσια σταφύλια (ant κληματήσια or κληματαρήσια σταφύλια) |
    • αμπελήσιο κρασί |
    • folkt μεγάλωνε και γίνηκε η γλάστρα ίσια με μια λαγήνα και ο βασιλικός ίσιαμε ένα κλήμα αμπελήσιο (Megas) |
    • του αναδίνονταν στην ψυχή η ανάσα της γης σαν αποβροχάρικη ... και σαν αμπελήσια άχνα του ήρθε, σαν ευώδισμα γης διψασμένης στις πρώτες χοντρές στάλες πρωτοβροχής (Pasagiannis) |
    • poem κούπα ολόχρυση, μες στ' άλλα προικιά, | που αμπελήσια δροσιά μέσα βράζει | και προπίνοντας στο γαμπρό του χαρίζει (KKonstantinidis)

[der of MG αμπέλιν w. suff -ήσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες