Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμπελήσιος, -α, -ο [ambelísjos]
- of or pertaining to a vine or a vineyard (syn αμπελίτικος):
- ~ καζμάς |
- αμπελήσια φύλλα, αμπελήσια βίτσα |
- αμπελήσια χόρτα |
- αμπελήσιο κλήμα |
- αμπελήσια σταφύλια (ant κληματήσια or κληματαρήσια σταφύλια) |
- αμπελήσιο κρασί |
- folkt μεγάλωνε και γίνηκε η γλάστρα ίσια με μια λαγήνα και ο βασιλικός ίσιαμε ένα κλήμα αμπελήσιο (Megas) |
- του αναδίνονταν στην ψυχή η ανάσα της γης σαν αποβροχάρικη ... και σαν αμπελήσια άχνα του ήρθε, σαν ευώδισμα γης διψασμένης στις πρώτες χοντρές στάλες πρωτοβροχής (Pasagiannis) |
- poem κούπα ολόχρυση, μες στ' άλλα προικιά, | που αμπελήσια δροσιά μέσα βράζει | και προπίνοντας στο γαμπρό του χαρίζει (KKonstantinidis)
[der of MG αμπέλιν w. suff -ήσιος]
- of or pertaining to a vine or a vineyard (syn αμπελίτικος):