Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπαλάζ
1 εγγραφή
αμπαλάζ [ambaláz] το, indecl
  • ① packing, wrapping (of parcels, goods etc) (syn in αμπαλάγιο 1)
  • ⓐ packing cases, wrappings, crates etc:
    • (syn αμπαλάγιο 1b) |
    • δώρο σε πολυτελές ~ |
    • οι παστίλιες μόνον, σε κανονικό ~ στοιχίζουν εκατό δραχμές
  • ② athl sprint at the end of the race (syn αμπαλάρισμα)

[fr Fr emballage; cf αμπαλάγιο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες