Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμονογράφητος
1 εγγραφή
αμονογράφητος, -η, -ο [amonoγráfitos] (L)
  • uninitialed:
    • αμονογράφητο έγγραφο |
    • αμονογράφητη σύμβαση (ant μονογραφημένος)

[neol, cpd w. *μονογραφητός: μονογραφώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες