Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμητός [amitós] ο, (L)
- fruit, harvest, result (fig) (syn αποτελέσματα [s. αποτέλεσμα], συγκομιδή):
- ο επιστημονικός ~ της αποστολής |
- αποκομίσαμε πλούσιον αμητό γνώσεων από τη διδασκαλία |
- χάθηκε ο πολύτιμος καιρός που ήταν αναγκαίος για τη συλλογή νομικών εθίμων και μαζί μ' αυτόν και ο πλούσιος ~ του υλικού που θα διευκόλυνε τη συγκριτική εξέτασή τους (Vacalop) |
- όσοι αφιερώνουν τη ζωή τους στην υπηρεσία της ολότητας, δεν πρέπει να βαυκαλίζονται με την ελπίδα πως θα δουν τους καρπούς των κόπων τους· το φύτρωμα θα είναι πολυχρόνιο και ο ~ θα αργήσει ακόμη (Tsatsos) |
- τότε παραβάλλομε τον νέο αμητό με τον παλαιό και βλέπομε ποια παιδιά θα είναι πιο ενήμερα του κάλλους και της σοφίας των αρχαίων κλασικών, τα σημερινά ή τα αυριανά; (Papanoutsos)
[fr MG αμητός (bes άμητος) ← K ἀμητός (bes ἄμητος) ← AG ἄμητος]
- fruit, harvest, result (fig) (syn αποτελέσματα [s. αποτέλεσμα], συγκομιδή):