Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμετακόμιστος, -η, -ο [ametakómistos] (L)
- ① untransported, not moved (ant μετακομισμένος):
- τα έπιπλά τους είναι ακόμη αμετακόμιστα
- ② hard to transport, untransportable (syn L δυσμετακόμιστος):
- αυτό το μπαούλο (το κιβώτιο) είναι αμετακόμιστο |
- η βιβλιοθήκη αυτή είναι αμετακόμιστη
[cpd w. μετακομιστός: μετακομίζω; cf δυσ-μετακόμιστος (PatrG, 5th c. AD), εὐ-μετακόμιστος (K)]
- ① untransported, not moved (ant μετακομισμένος):