Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμεταγύριστος, -η, -ο [ametayíristos] (& region. αματαγύριστος)
- ① not having returned (syn αγύριστος)
- ② unchangeable, obstinate, stubborn (syn αγύριστος):
- η γνώμη του είναι αμεταγύριστη |
- αμεταγύριστο κεφάλι (syn αγύριστο κεφάλι)
- ③ not remade w. the material turned inside out, of suits & coats, not turned (syn in αγύριστος 2):
- έχω το παλτό μου αμεταγύριστο |
- κουστούμι αμεταγύριστο
[fr LMG αμεταγύριστος (Somavera), cpd w. μεταγυριστός: μεταγυρίζω]