Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμετάφερτος
1 εγγραφή
αμετάφερτος, -η, -ο [ametáfertos]
  • ① not transported, unmoved (ant μεταφερμένος):
    • τα μηχανήματα είναι αμετάφερτα
  • ② difficult to be transported:
    • τα βουνά δεν έχουν δρόμους και η ξυλεία είναι αμετάφερτη

[cpd w. μεταφερτός: μεταφέρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες