Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αμετάτακτος
1 item total
αμετάτακτος, -η, -ο [ametátaktos] (& αμετάταχτος) (L)
  • not transferred (ant μεταταγμένος):
    • όσοι χωροφύλακες πέτυχαν στις εξετάσεις είναι ακόμα αμετάτακτοι
  • ⓐ non-transferrable (ant μετατάξιμος):
    • οι αξιωματικοί του πεζικού είναι αμετάτακτοι στο μηχανικό infantry officers are not transferrable to the corps of engineers

[cpd w. *μετατακτός: μετατάσσω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go