Greek-English Dictionary (Georgakas)
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αμετάτακτος, -η, -ο [ametátaktos] (& αμετάταχτος) (L)
- not transferred (ant μεταταγμένος):
- όσοι χωροφύλακες πέτυχαν στις εξετάσεις είναι ακόμα αμετάτακτοι
- ⓐ non-transferrable (ant μετατάξιμος):
- οι αξιωματικοί του πεζικού είναι αμετάτακτοι στο μηχανικό infantry officers are not transferrable to the corps of engineers
[cpd w. *μετατακτός: μετατάσσω]
- not transferred (ant μεταταγμένος):