Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμερικανοπούλα [amerikanopúla] η,
- little female American, American girl (syn αμερικανιδούλα):
- αμερικανοπούλες διαφόρων κολλεγίων
[der of Aμερικανή w. suff -πούλα]
- little female American, American girl (syn αμερικανιδούλα):