Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμερικανοποιημένος
1 εγγραφή
αμερικανοποιημένος, -η, -ο [amerikanopiiménos]
  • Americanized (syn εξαμερικανισμένος):
    • σήμερα η Mόσχα ένα γιαπί, απ' όπου θα βγει μια μέρα μια σύγχρονη αμερικανοποιημένη μεγαλούπολη (EKazantz) |
    • κινδυνεύει το έθνος να αφομοιωθεί μέσα σε μια κατά κάποιον τρόπο αμερικανοποιημένη μάζα από τεχνοκρατούμενους Eυρωπαίους χωρίς ιδιαίτερη εθνική φυσιογνωμία; (Theotokas) |
    • τραγούδησε αυτά τα τραγούδια με μια φωνή ελαφρά αμερικανοποιημένη (Karantonis)

[ppp of αμερικανοποιώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες