Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμελής
2 εγγραφές [1 - 2]
αμελής1 [amelís] ο,
  • studious person (ant επιμελής, μελετηρός1):
    • η ευσυνειδησία του μαθηματικού, που επίεζε τόσο τους αμελείς γρήγορα θα εξαφανιζόταν (Xenop) |
    • πώς ταίριαζαν έτσι ο πιο ~με τον πρώτο στην τάξη; (id.)

[substantiv. m of αμελής2]

αμελής2, -ής, -ές [amelís] (L)
  • ① of persons, indifferent, negligent, careless, remiss, derelict (syn αδιάφορος, άμελος, ανάμελος, ant επιμελής, μελετηρός):
    • άνθρωπος ~ |
    • είμαι ~ στη δουλειά μου be derelict in one's work |
    • ήμουν τόσο ~ στο διάβασμα των δοκιμίων I was so remiss in reading the proofs
  • ⓐ not studious:
    • ~ μαθητής, ~ μαθήτρια |
    • έμενα αδιόρθωτ' ~· η αμέλειά μου άσυλο (Palam) |
    • κατάντησα ο αμελέστατος της τάξης μου, με τ' όνομα (id.) |
    • ευπειθείς ως την ώρα και μελετηροί, γίνονται απειθάρχητοι και αμελέστατοι (Katsigra)
  • ② carelessly performed (executed, made) (syn in αμελημένος):
    • μορφές πολύ σχηματοποιημένες και αμελέστερες στην κατασκευή τους (ASakellariou)

[fr K ἀμελής ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες