Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμείωτος, -η, -ο [amíotos] (L)
- ① not lessened, undiminished, unreduced or irreducible (syn ακέραιος, αλιγόστευτος, ανέπαφος, ολόκληρος):
- αμείωτη περιουσία unimpaired wealth |
- αμείωτες δυνάμεις unimpaired strength |
- το πάθος για τη μουσική βαστούσε με ένταση αμείωτη |
- η γνώμη του διατηρεί αμείωτο το βάρος της (Theodorakop) |
- ο θησαυρός των λέξεων, που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες τον πρώτο χριστιανικόν αιώνα, είναι σχεδόν ~ σήμερα στο στόμα των Eλλήνων (id.)
- ② unflagging, unfailing, steady, intense (syn αδιάπτωτος, εντατικός, σταθερός):
- αμείωτο κέφι |
- αμείωτη αυτοκυριαρχία |
- αμείωτη αφοσίωση, αμείωτη ευγνωμοσύνη |
- διατηρεί αμείωτο τον ψυχικό του σύνδεσμο με την Eλλάδα (Melas) |
- νομίζει ότι κάθε κρίση διατηρεί το λογικό της κύρος αμείωτο (Papanoutsos) |
- αμείωτη γοητεία για την ανθρώπινη ψυχή (Kakridis transl of Nilsson) |
- αμείωτο ενδιαφέρον, e.g. ακούω με αμείωτο ενδιαφέρον |
- η ζωή κρατεί αμείωτο το ενδιαφέρον του ταξιδιώτη |
- ο θεατής παρακολουθούσε την εξέλιξη της υποθέσεως με αμείωτο ενδιαφέρον (Katrakis) |
- ~ ζήλος unabating zeal |
- αμείωτη υπηρεσία unflagging service |
- ο συγγραφέας κρατεί αμείωτη την περιέργεια του αναγνώστη |
- αμείωτη δραστηριότητα, αμείωτη μαχητικότητα |
- (παρά τη μεγάλη αλλαγή) η αντίθεση συνεχίζεται όχι μόνο αμείωτη, αλλά και αυξημένη (Dimaras)
- ③ not humbled, not overshadowed (ant μειωμένος, ταπεινωμένος):
- αμείωτη εκτίμηση |
- γόητρο αμείωτο |
- βγήκε από τη φυλακή με αμείωτη την υπόληψή του
[fr K ἀμείωτος, cpd w. K μειωτός (whence K μειωτ-ικός)]
- ① not lessened, undiminished, unreduced or irreducible (syn ακέραιος, αλιγόστευτος, ανέπαφος, ολόκληρος):