Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμακιγιάριστος
1 εγγραφή
αμακιγιάριστος, -η, -ο [amaciyáristos]
  • not made up (syn αφτιασίδωτος, άφτιαστος, ant μακιγιαρισμένος, φτιασιδωμένος):
    • και η κομψότερη γυναίκα δεν κάνει εντύπωση, όταν είναι αχτένιστη ή αμακιγιάριστη |
    • δεν της αρέσει να βγαίνει αμακιγιάριστη |
    • μην αφήνεις τα μάτια αμακιγιάριστα |
    • ο ηθοποιός άργησε να 'ρθει και άνοιξε την παράσταση ~

[cpd w. *μακιγιαριστός: μακιγιαρισ- in ppp μακιγιαρισμένος: μακιγιάρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες