Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμίκρυντος, -η -ο [amíkrindos] (& ασμίκρυντος)
- not made small or short, not reduced, undiminished (ant σμικρυσμένος, σμικρυμένος):
- να συγκρατούν ασμίκρυντη κάποια λάμψη δυνατή (Voutieridis)
[cpd w. *μικρυντός, *σμικρυντός (whence σμικρυντ-ικός): μικρύνω, σμικρύνω]
- not made small or short, not reduced, undiminished (ant σμικρυσμένος, σμικρυμένος):