Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμίκρυντος
1 εγγραφή
αμίκρυντος, -η -ο [amíkrindos] (& ασμίκρυντος)
  • not made small or short, not reduced, undiminished (ant σμικρυσμένος, σμικρυμένος):
    • να συγκρατούν ασμίκρυντη κάποια λάμψη δυνατή (Voutieridis)

[cpd w. *μικρυντός, *σμικρυντός (whence σμικρυντ-ικός): μικρύνω, σμικρύνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες