Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αμέριστος
1 item total
αμέριστος, -η, -ο [améristos]
  • ① undivided or indivisible (syn αδιαίρετος, ακαταμέριστος, ant διαιρεμένος, καταμερισμένος, μερισμένος):
    • αμέριστο αντικείμενο indivisible object (ant μεριστό αντικείμενο) |
    • απλή και αμέριστη ουσία είναι ο Θεός (Tatakis) |
    • ο νους είναι όλως διόλου ~ (Theodorakop) |
    • αμέριστη κληρονομία undivided inheritance |
    • έχουν αμέριστη την περιουσία τους
  • ② unreserved, full, total, complete (syn ακέραιος, ανεπιφύλακτος, ολόκληρος, πλήρης):
    • παρακολουθώ τις προόδους σου με αμέριστο το ενδιαφέρον μου |
    • έχει την αμέριστη εκτίμησή μου |
    • έχεις αμέριστη την αγάπη μου |
    • το γεγονός χαιρετίστηκε με αμέριστον ενθουσιασμό |
    • ο έρωτας είναι δέσμευση αμέριστη (Terzakis) |
    • έχουν αμέριστη τη συμπάθεια και την υποστήριξη των μαζών |
    • χρειαζόμαστε την αμέριστη συμπαράσταση του Kράτους |
    • θέλω την προσοχή σου αμέριστη |
    • είναι καιρός να στραφεί αμέριστη η προσοχή μας στο δικαστικό κλάδο (PKoutsocheras) |
    • εποπτεία της αμέριστης ενότητας (Papanoutsos) |
    • ο Πλάτων διεκήρυξε το αμέριστο και ασίγαστο ενδιαφέρον του φιλοσόφου για την ανθρώπινη κοινωνία (Despotop) |
    • η αλήθεια δεν επιτρέπει αμέριστους επαίνους (Christidis) |
    • οι Bρεταννοί εξασφάλισαν την αμέριστη αλληλεγγύη των Tούρκων (id.) |
    • κι άλλες γνώμες του συγγραφέα αποσπούν αμέριστη την κατάφασή μας (Thrylos)

[fr MG αμέριστος ← K, PatrG ἀμέριστος ← AG ἀμέριστος, cpd w. AG εριστός 'divided, divisible']

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go