Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλόξευτος
1 εγγραφή
αλόξευτος, -η, -ο [alókseftos]
  • ① straight, direct (ant λοξευτός)
  • ② not going sideways, going straight, not deviating from the straight road or line:
    • ο νέος έχει χαράξει αλόξευτη πορεία στη ζωή του
  • ⓐ fig not going astray morally

[cpd w. *λοξευτός: λοξεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες