Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλυσοδένω [aliso∂éno] aor αλυσοέδεσα, subj αλυσοδέσω, pass aor αλυσοδέθηκα, subj αλυσοδεθώ, ppp αλυσοδεμένος
- ① fasten w. a chain or chains (syn αλυσιδώνω):
- αλυσοδένουν τους πολυέλαιους |
- το κότερο κατακαλά είχε αλυσοδεθεί στο φουντάγιο (Skarimpas) |
- οι Bοιωτοί αλυσόδεσαν το άγαλμα του Aκταίωνα σ' ένα βράχο (Kakridis transl of Nilsson) |
- τους αλυσόδεναν στις κολόνες (Panagiotop) |
- οι άνδρες αλυσοδέθηκαν στα κάτεργα
- ② tie w. chains, bind in chains, chain, shackle, fetter (of living beings and parts of their bodies) (syn αλυσώνω):
- δε θα το αλυσοδέσουμε το αρκουδάκι |
- όπως αλυσοδένουν οι πλανητικοί τσιγγάνοι τους μελαγχολικούς πίθηκους και τις στωικές αρκούδες (Ouranis) |
- αλυσοδέσανε τους κλέφτες |
- πρόσταξε να τους αλυσοδέσουν |
- αλυσοδένουν τα χέρια του και τα πόδια του |
- αλυσόδεναν τους πρωταιτίους και τους οδηγούσαν έξω για μαστίγωση (Roufos) |
- poem (ο μαντατοφόρος) θα φέρει | σ' αυτούς που γύρευαν ν' αλυσοδέσουν τον Eλλήσποντο | το φοβερό μήνυμα της Σαλαμίνας (Seferis) |
- και τον Aπρίλη που προβαίνει και πιάνει και μου αλυσοδένει | τα χεροπόδαρα σφιχτά (Skipis) |
- μα εκείνο που σφιχτότερα με αλυσοδένει ακόμα |...| ετούτη η πέτρα η ξερή, το στέρφο ετούτο χώμα (Athanas)
- ⓐ fig subjugate, enslave (syn σκλαβώνω, υποδουλώνω):
- μην αλυσοδένεις την ψυχή σου |
- η σοφία δε μπορεί ν' αλυσοδέσει τη ζωή (Palam) |
- το ανθρώπινο χτήνος που τόσα χρόνια ήταν αλυσοδεμένο, έσπασε τώρα τα δεσμά (Kazantz) |
- απολυταρχικά καθεστώτα κατόρθωσαν ν' αλυσοδέσουν ένα λαό επειδή τον πέτυχαν ανύποπτο (Terzakis) |
- μια ανησυχία, μια προσμονή αλυσόδενε τις σκέψεις (AGiannop) |
- poem και λαούς αλυσοδένει | και εις τα πόδια τους πατεί (Solom)
- ③ bind together, combine:
- η Λειψία από αιώνες έχει αλυσοδέσει στην ακμή της το εμπόριο με τα γράμματα (Athanasiadis-N)
- ④ keep in check, bring under control, arrest, haunt (syn L ελέγχω, L κυριεύω):
- μια λαχτάρα μ' αλυσοδένει (Palam) |
- ήθελα την ιστορική αντίληψη τέτοια που να μη αλυσοδένει τη ζωντανάδα (Idas) |
- αλυσοδέσαμε τ' αστροπελέκια (Myriv) |
- η γλωσσική σύγχυση αλυσοδένει του παιδιού γλώσσα και σκέψη (APapageorgiou)
[fr MG αλυσοδένω, cpd of άλυσος & δένω]
- ① fasten w. a chain or chains (syn αλυσιδώνω):