Greek-English Dictionary (Georgakas)
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αλογομούλαρα [aloγomúlara] τα,
- horses and mules together (syn άλογα και μουλάρια):
- εκεί πήραν να μαντρίζουν τ' αλογομούλαρά τους, για να τα επιθεωρήσει η επίταξη και να διαλέξει τα γερά (Prevelakis) |
- επενόησε την παραγωγή σε ~ και γαϊδουρομούλαρα (Chronop) |
- folks. χίλιοι κρατούν την κούδα τση, τρακόσιοι την ποδιά της | κι άλλοι τρακόσιοι δώδεκα τ' αλογομούλαρά της (Zak)
[cpd of άλογα & μουλάρια; cf dial ModG αλογονικά, cpd of άλογα & ονικά, hence αλογονικό 'horse']
- horses and mules together (syn άλογα και μουλάρια):



