Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλογομούλαρα
1 εγγραφή
αλογομούλαρα [aloγomúlara] τα,
  • horses and mules together (syn άλογα και μουλάρια):
    • εκεί πήραν να μαντρίζουν τ' αλογομούλαρά τους, για να τα επιθεωρήσει η επίταξη και να διαλέξει τα γερά (Prevelakis) |
    • επενόησε την παραγωγή σε ~ και γαϊδουρομούλαρα (Chronop) |
    • folks. χίλιοι κρατούν την κούδα τση, τρακόσιοι την ποδιά της | κι άλλοι τρακόσιοι δώδεκα τ' αλογομούλαρά της (Zak)

[cpd of άλογα & μουλάρια; cf dial ModG αλογονικά, cpd of άλογα & ονικά, hence αλογονικό 'horse']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες