Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αλματώδης
1 item total
αλματώδης, -ης, -ες [almató∂is]
  • happening by leaps & bounds, rapid, swift (syn in αλματικός 2):
    • ~ άνοδος των εργασιών |
    • ~ ανάπτυξη |
    • ~ πορεία προς την αναγέννηση της χώρας |
    • ~ εξέλιξη, e.g. η ~ εξέλιξη της επιχειρήσεως |
    • ~ αύξηση του αναστήματος (Poulianos) |
    • η ~ αύξηση της τιμής των οικοπέδων (Palaiologos) |
    • ~ άνοδος του δείκτη των εγκλημάτων |
    • η ~ πρόοδος της μηχανής |
    • η ~ εκβιομηχάνιση |
    • αλματώδη πρόοδο σημείωσε η λαϊκή εκπαίδευση |
    • το ξεκίνημα για την αλματώδη κατάκτηση των νέων κλασικών μορφών στις μετόπες (Despinis)

[der of άλμα w. suff -ώδης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go