Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλληλοσυγκρουόμενοι, -ες, -α [alilosiŋgruómeni] (L)
- conflicting w. one another or w. each other:
- ~ φορείς |
- αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα conflicting interests, e.g. η Σπάρτη ταλανίζεται από αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα και εσωτερικές αντιφάσεις (Christou) |
- αλληλοσυγκρουόμενα και αμφισβητούμενα στοιχεία |
- πληροφορίες, φαινομενικά αλληλοσυγκρουόμενες |
- αλληλοσυγκρουόμενες αποφάσεις |
- αλληλοσυγκρουόμενες και ύποπτες υποσχέσεις |
- αλληλοσυγκρουόμενες δηλώσεις |
- αλληλοσυγκρουόμενες υποψίες |
- αλληλοσυγκρουόμενα αισθήματα, αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα, αλληλοσυγκρουόμενα πάθη |
- αλληλοσυγκρουόμενες ιδιοσυγκρασίες, αλληλοσυγκρουόμενες επιθυμίες |
- αλληλοσυγκρουόμενες αισθητικές εντυπώσεις |
- αλληλοσυγκρουόμενες δυνατότητες |
- αλληλοσυγκρουόμενες εμπειρικές γνώμες του κοινού νου |
- δύο αλληλοσυγκρουόμενα κίνητρα |
- παρουσιάζονται τα παλιά συστήματα σαν ανακατωμένο χάος αντιθέτων και αλληλοσυγκρουόμενων ιδεών (Lambridi) |
- τα αλληλοσυγκρουόμενα σύμβολα και διδάγματα |
- οποιαδήποτε θέση κι αν πάρωμε, θα καταλήξωμε σε αλληλοσυγκρουόμενα συμπεράσματα (Lambridi) |
- η γλώσσα του σύγχρονου ελληνικού λαού δεν είναι άμορφο μάζεμα από αλληλοσυγκρουόμενες διαλέκτους, αλλά τουναντίο γλώσσα ενιαία, συγκροτημένη, άρτια (Theotokas) |
- δυο πραγματικά γεγονότα, αναμφισβήτητα και τα δυο σε ύπαρξη κι όμως αλληλοσυγκρουόμενα σε αποτέλεσμα (Karagatsis) |
- από την ανταλλαγή των αλληλοσυγκρουόμενων γνωμών αναβλύζει και προάγεται η πνευματική ζωή (Thrylos) |
- όλα όσα μεγάλα και μέτρια έδωσε η ζωγραφική, με τις αλληλοσυγκρουόμενες σχολές από τον Nτελακρουά ... μέχρι του Πικασό (Tsatsos) |
- αυτό μπορεί να γίνη ... όχι με ασυλλόγιστην υποταγή στα αλληλοσυγκρουόμενα ένστικτα και κλίσεις (Papanoutsos)
[prp of αλληλοσυγκρούονται]
- conflicting w. one another or w. each other: