Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αλληλοβοήθεια
1 item total
αλληλοβοήθεια [alilovoíθia] η,
  • helping one another, mutual help or aid (syn αμοιβαία βοήθεια):
    • ταμείο αλληλοβοηθείας |
    • ειδικά ταμεία αλληλοβοηθείας και συντάξεων |
    • ο θεσμός της αλληλοβοήθειας |
    • τα σπίτια ... βρίσκονται πάντα σε μια κίνηση αδιάκοπη αλληλοβοήθειας, ας την πούμε (Palam) |
    • υπάρχει στις Eνωμένες Πολιτείες ... μια αναγνώριση του χρέους της αλληλοβοήθειας που οφείλει ο άνθρωπος στον άνθρωπο, δυνατότερη παρά οπουδήποτε στον Παλαιό Kόσμο (Theotokas) |
    • εξηγεί γενετικά τις ανώτερες μορφές του ηθικού βίου από την ~ από την οποία γεννήθηκαν όλες με φυσική, οργανική εξέλιξη (Papanoutsos)

[cpd w. βοήθεια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go