Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλληλεγγύη
1 εγγραφή
αλληλεγγύη [alileŋɟíi] η, (L)
  • mutual guarantee (of support and aid), solidarity, goodwill:
    • συναδελφική or επαγγελματική ~ esprit de corps |
    • από ~ in sympathy w. |
    • σε ~ με το κίνημα in solidarity w. the people's movement |
    • ~ ανάμεσα στους ανθρώπους |
    • κοινωνική ~ |
    • οικογενειακή ~ |
    • εθνική ~ |
    • ~ των λαών |
    • παράδειγμα ανθρώπινης αλληλεγγύης |
    • όλα δικά σας τα θέλετε, δεν έχετε πνεύμα αλληλεγγύης; (Iatridi) |
    • οι γυναίκες έχουν ένα είδος αλληλεγγύης, συνδέονται από ένα πνεύμα συναδελφότητος (Kontogiannis) |
    • δημιουργήθηκε η διεθνής ~ του κεφαλαίου και η διεθνής ~ της εργατιάς (Tsatsos) |
    • οι Σταυροφορίες αποτελούν μιαν απαρχή της αλληλεγγύης των Eυρωπαίων (Evelpidis) |
    • θεωρείται στερημένος από αισθήματα αλληλεγγύης (Papanoutsos) |
    • ο συγγραφέας πρέπει να αισθάνεται ~ με το λαό του, να πάσχη μ' αυτόν (Theotokas) |
    • μοιάζαμε να έχουμε απόλυτη ~ με τα φασιστικά καθεστώτα (Seferis)

[fr ByzG ← K ἀλληλεγγύη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες