Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αλληλαδερφή
1 item total
αλληλαδερφή [alila∂erfí] η, (& αλλαδερφή)
  • half sister (syn L ετεροθαλής αδερφή):
    • poem είμαι η φλογέρα εγώ, επική, προφητικό καλάμι. | Eγώ είμαι αλλαδερφή της Kλειώς και γλώσσα της Kαλλιόπης (Palam) [fr K *àλληλαδελφή; form [ala∂erfí] by haplology fr

[alilaerfí]]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go