Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλλάζω [alázo] (region. & L αλλάσσω & Solom αλλάχνω, aor άλλαξα, subj subj αλλάξω, mediop αλλάζομαι, aor αλλάχτηκα, ppp αλλαγμένος & αλλασμένος ∞ trans
- ① change (syn μεταβάλλω):
- ~ θέση (syn μετακινούμαι) |
- ~ τόπο |
- ~ γειτονιά, ~ πόλη |
- ~ σπίτι
- move (to another house) (syn μετακομίζω, L μετοικώ):
- ~ κλίμα |
- ~ αέρα take up residence in, change residence to, another place |
- άλλαξε ερωμένη |
- ~ γυναίκα he divorced and married again |
- ~ άντρα |
- ~ πιάτο replace a plate |
- ~ ρούχα change clothes (syn αλλάζω [B1b] |
- ~ όψη |
- ~το χτένισμα των μαλλιών μου I change my hair style |
- ~ τρένο στη διασταύρωση change trains at the crossing |
- ~ όνομα, ~ φωνή, ~ φαΐ, |
- άλλαξα γνώμη (or ιδέα) I've changed my opinion or my mind (my thinking) |
- ~ ζωή or τρόπο ζωής I change my way of living |
- ο (η) τάδε άλλαξε φύλο he (she) changed his (her) sex through an operation |
- ~ συμπεριφορά I change my behavior (conduct) or my tune |
- ~ το γράψιμό μου I change my handwriting |
- ~ ομιλία or κουβέντα I change or divert the conversation |
- ~ το θέμα I change the subject |
- ~ τον τόνο (της ομιλίας) I change my tone |
- ~ τακτική I change my tactics |
- ~ επάγγελμα, ~ τέχνη |
- ~ το πρόγραμμα I change (alter or rearrange) the program |
- ~ το νερό change the direction of the water fr a fountain or river (for irrigation purposes) |
- τα φύλλα άλλαξαν χρώμα the leaves turned color |
- idiom phr άλλαξε χρώμα (a person) changed color, turned red (white), blushed, or paled |
- prov phr άλλαξε φύλλο (or το φύλλο) turn over a new leaf; change behavior (conduct) or tactics |
- το μαγαζί άλλαξε πολλά χέρια the store changed hands, i.e. owners, many times (syn μεταβιβάστηκε διαδοχικά στην κατοχή πολλών) |
- ~ κόμμα switch parties |
- εσείς να μην αλλάξετε την πίστη σας (Petsalis) |
- του ~ την πίστη (syn τον βασανίζω) |
- prov phr του άλλαξα την πίστη (or το ριστό or την Παναγία or τον αδόξαστο) στη δουλειά, στο ξύλο κλ I tormented him mercilessly by overworking him to exhaustion or by beating him etc |
- του άλλαξε τα φώτα he gave him a bad time or got even w. him |
- το πρόσωπό του δεν άλλαξε έκφραση, ακίνητο (Kokkinos) |
- ο πασάς άλλαξε πολιτική (Theotokas) |
- ο χριστιανισμός ήρθε ν' αλλάξη τον κόσμο, έφερε μια καινούργια μεταφυσική κλ (Panagiotop) |
- επαναστάσεις και πόλεμοι πήραν απάνω τους την ευθύνη ν' αλλάξουν από τις ρίζες τους τις τύχες του κόσμου (id.) |
- rembetiko song χαμένοι παν οι κόποι μου (ρε, τ' είν' αυτά;), μυαλό πια δεν αλλάζεις (IPetrop) |
- τη γνώμη δεν ~, τον όρκο δεν πατώ (ib) |
- poem το ίδιο τραγούδι πάντα τραγουδάω, | κάποτε κι ας αλλάζω το σκοπό μου (Palam)
- ⓐ alter, modify, change (syn L διαφοροποιώ):
- αυτό αλλάζει τα πράματα this alters the case |
- ~ τη φωνή μου I alter my voice |
- τούτη τη φορά ήταν αλλαγμένη η φωνή του (Petsalis) |
- το πλοίο αλλάζει πορεία the ship alters its course |
- ο αέρας άλλαξε κατεύθυνση προς τα δυτικά the wind changed direction (or veered round) to the west |
- milit etc ~ βήμα or βηματισμό I change step
- ⓑ convert, transform (syn μεταμορφώνω):
- ο πλούτος άλλαξε το χαρακτήρα του (or της) wealth transformed his (or her) character |
- folkt η μάγισσα τον έκαμε πουλί και σε λίγο τον άλλαξε σε άνθρωπο πάλι the witch turned him into a bird and then back again into a man |
- poem κι ~ την οδύνη σε προσευχή | και την κραυγή μου σ' έκσταση (Ritsos)
- ② exchange (syn ανταλλάσσω, ανταλλάζω):
- ~ θέση με κ. exchange (trade) places w. X |
- αλλάζανε ματιές |
- δεν ~ το σπιτάκι μου με κανενός σπίτι |
- αλλάξαμε τις ομπρέλες μας |
- άλλαξαν καπέλα (ρολόγια, κλ) |
- αλλάχτηκαν πολλές βρισιές και μερικές γροθιές (Xenop) |
- κι αλλάζουν τα κορίτσια πειράγματα και χωρατά (Vlachogiannis) |
- Σουλιώτης με Σουλιώτη αλλάζανε φιλιά και κάναν πανηγύρι (id.) |
- άλλαξα το μουλάρι με ένα γάιδαρο |
- θα 'χε σκοπό να τους αλλάξη μ' άλλους σκλάβους δικούς μας (id.) |
- άλλαξαν δαχτυλίδια (ο τάδε με την τάδε) they became engaged |
- θα αλλάζανε τους αρραβώνες they would exchange engagement rings (Chourmouziadis) |
- ~ χρήματα or λεφτά exchange a bill or larger coin for money of lower denominations w. a total of equal value (syn κάνω λιανά, κάνω ψιλά) ; ~ ένα χαρτονόμισμα change a bill; ~ ένα χιλιάρικο (κατοστάρικο, πενηντάρι) change a thousand (hundred, fifty) drachma bill; έχω αλλαγμένα I already have coins or bills of lower denominations, I have change; παίζουν έτσι τυφλά, αλλάζοντας κάθε λίγο τα χιλιόδραχμά τους με χρωματιστά κόκκαλα they gamble etc, every little while exchanging their thousand-drachma bills for chips (Ouranis) |
- folks. κ' έλα να πολεμήσωμε ν' αλλάξωμε τα βόλια (DPetrop) |
- θα καλέσω και τον Σπάνια, | να τ' αλλάξη τα στεφάνια, | να τ' αλλάξ' τα δαχτυλίδια (ib) |
- poem κι ο διάολος μες στου ντόμινου τ' ατλάζι | φιλιά μ' έν' αγγελούδι σαν αλλάζει (Karyotakis)
- ③ replace sth (syn αντικαθιστώ L, αντικαταστένω):
- ~ τις ρόδες του αυτοκινήτου |
- άλλαξε τους εργάτες |
- θ' αλλάξω το προσωπικό του γραφείου I'll replace the office staff |
- θ' αλλάξουμε το υπηρετικό προσωπικό |
- ~ φρουρά, e.g. αλλάξαμε τις φρουρές που γρίνιαζαν για την καθυστέρηση (Myriv) |
- το ζώο αλλάζει το μαλλί του the animal sheds its hair |
- τα πουλιά αλλάζουν τα φτερά τους |
- τα φίδια αλλάζουν το δέρμα τους κάθε χρόνο |
- το παιδί αλλάζει δόντια the child is losing its baby teeth and getting its permanent ones |
- gnom ο λύκος, κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, | μηδέ τη γνώμη τ' (= του) άλλαξε μηδέ την κεφαλή του a wicked nature is not changed by time |
- ο λύκος κι αν γεράσει | την ομπλή δεν την αλλάσσει (same meaning)
- ⓒ phr ~ την πληγή I change the old bandage on a wound (actually shortened fr:
- ~ τον επίδεσμο [or τους επιδέσμους] της πληγής)
- ⓓ replace used clothes w. new or soiled underwear w. clean, change (syn βγάζω τα παλιά και βάζω καινούργια):
- ~ ρούχα (syn αλλάζω Β1b) |
- ~ εσώρουχα |
- poem να τηνε ιδή για μια στιγμή ολόγυμνη | ν' αλλάζη το χιτώνα (Sikel) |
- | ~ w. dir obj (person) |
- ~ το μωρό, τον μπέμπη (την μπέμπα), το παιδί κλ I put clean diapers or clothes on the baby, the child etc, change the baby, the child |
- η νοσοκόμα άλλαξε τον άρρωστο |
- τον άλλαξαν τον πεθαμένο they changed the dead putting on him his (good) clothes
- Ⓐ intr (act. & mi)
- ④ become different fr what one or sth was, turn (into), change (syn αλλοιώνομαι, μεταβάλλομαι):
- όλα αλλάζουν |
- ο κόσμος αλλάζει |
- αλλάζει ο άνθρωπος, αυτός δεν αλλάζει |
- συχνά η γυναίκα αλλάζει |
- η γλώσσα αλλάζει |
- άλλαξες πολύ you changed a lot, you are very different |
- άλλαξε ο , δεν είναι αυτός που ξέραμε s.o.'s manners, behavior etc have been transformed |
- αλλάζει ο κόσμος people have changed character |
- αλλάζει το πρόσωπό του, η όψη του, το χρώμα του |
- αλλάζει ο καιρός the weather has changed |
- αλλάζουν (αλλάξαν) οι καιροί times, circumstances have changed |
- άλλαξαν τα πράγματα things, the state of affairs, the situation have changed |
- πότε θ' αλλάξει αυτή η κατάσταση; |
- άλλαξε η τύχη fortune turned the other way |
- άλλαξε η γνώμη του his opinion has changed |
- το κεφάλι σου δεν αλλάζει εσένα your way of thinking doesn't change |
- άλλαξαν οι όροι της διατροφής |
- η πορεία του πολέμου είχε αλλάξει the course of the war had changed (Theotokas) |
- poem το φαγί και το πιοτό | σε φαρμάκι δεν αλλάχνει | να τους φάη το σωθικό; (Solom)
- ⓔ ~ without dir obj, change (of one changing clothes):
- πάω ν' αλλάξω I'm going to change clothes |
- (οι Έλληνες τον 19ον αιώνα) λούζονταν το Σάββατο και άλλαζαν κάθε Κυριακή (IPetrop) |
- prov άλλαξε ο Μανολιός | κ' έβαλε τα ρούχα του αλλιώς (or |
- άλλαξ' ο Μανολιός κ' έβαλε το βρακί τ' αλλιώς) the leopard can't change his spots, i.e. a person is unchanged, even though his appearance has changed (syn δεν είναι Γιάννης, είναι Γιαννάκης) |
- folks. ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε (NPolitis) |
- Μήτρο μου, ντύσου κι άλλαξε και ντύσου κι αρματώσου (Passow) |
- αν μην αλλάξη τη Λαμπρή, φλωριά να μη φορέση (DPetrop)
- ⑤ be replaced or interchanged (syn αντικαθιστώμαι L, αντικαταστένομαι):
- άλλαξε η κυβέρνηση the government was replaced |
- το μαλλί αλλάζει |
- τα νύχια του ανθρώπου μεγαλώνουν και αλλάζουν |
- τα μέρη των μηχανών αλλάζουν the parts of the machines can be interchanged
- ⑥ 3rd sg or pl αλλάζει (rarely L αλλάσσει) be different (syn είναι διαφορετικό, διαφέρει, pl είναι διαφορετικά, διαφέρουν):
- αν θέλει να 'ρθει, το πράγμα αλλάζει the situation is different |
- μα τότε αλλάζουνε τα πράγματα (LAkritas)
- ⓕ impers αλλάζει there is a difference, it is different, e.g. αν είναι έτσι όπως τα λες, τότε αλλάζει
[fr MG αλλάζω bes αλλάσσω ← ByzG αλλάσσω ← Κ ἀλλάσσω (AG ἀλλάσσω & ἀλλάττω); AG (Locrian) ἀλλάζω is not the source of MG & ModG αλλάζω, this latter being anal. form after αρπάζω, σφάζω etc, whose stems are αρπαγ-, σφαγ- like αλλαγ-: αλλαγή]
- ① change (syn μεταβάλλω):