Greek-English Dictionary (Georgakas)
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αλκυονίδες [alcioní∂es] adj (sc μέρες) (L)
- series of sunny calm days:
- οι μέρες οι αφιερωμένες στη μέριμνά του (sc του πουλιού που λέγεται αλκυόνα) ~ (Panagiotop) |
- poem θα βαστάξουν μέρες | με τον Kαλαντάρη ~ (Xydis)
[fr AG ἀλκυονίδες (tm)μέραι; s. αλκυονίδα]
- series of sunny calm days:



