Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αλκυονίδες
1 item total
αλκυονίδες [alcioní∂es] adj (sc μέρες) (L)
  • series of sunny calm days:
    • οι μέρες οι αφιερωμένες στη μέριμνά του (sc του πουλιού που λέγεται αλκυόνα) ~ (Panagiotop) |
    • poem θα βαστάξουν μέρες | με τον Kαλαντάρη ~ (Xydis)

[fr AG ἀλκυονίδες (tm)μέραι; s. αλκυονίδα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go