Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αλισάχνη
1 item total
αλισάχνη [alisáxni] η, (& region. αλοσάχνη)
  • salty flakes, spume (syn αλαφριά άχνη αλάτι, αφράλατο):
    • (μου φαίνεσαι) άντρας με γαλάζια κατσαρά μαλλιά, πασπαλισμένα με ~ (Kazantz) |
    • μέσα στον ήλιο του νησιού, βρεγμένος από τη θάλασσά του, παχνιασμένος από την ασημιάν ~ του νησιού (Myriv) |
    • το κύμα ... σκάβει την πέτρα και πλάθει έναν αφρόλιθο για την ~, ένα κουφολίθι τραγικό, μια σπηλιά με όλο της το ενάλιο ... κάλλος (Amariotou) |
    • στην Aλυκή η ~ ασπρογάνιαζε (Makistos) |
    • poem και μια μπροστά ρουφάει του πέλαγου την άγριαν ~ (Kazantz Od 2.767) |
    • χοντράμμο γιόμωσαν τα γένεια του, τα χείλια του ~ (ib. 21.554)

[fr K ἁλοσάχνη, cpd of AG ἁλός ἄχνη 'seawater spume, brine': the -ι- anal. of cpds w. αλι-: αλίπαστος, αλίπεδο etc]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go