Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλιθόστρωτος
1 εγγραφή
αλιθόστρωτος, -η, -ο [aliθóstrotos]
  • not paved w. stones (syn χωρίς καλντερίμι, ant λιθοστρωμένος, λιθόστρωτος)

[cpd w. λιθόστρωτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες