Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλιάετος
1 εγγραφή
αλιάετος [aljáetos] ο, (& αλιαετός) (L) zoo
  • sea eagle, an eagle of the genus Haliaetus, usu Haliaetus albicilla, white tailed sea eagle; also the osprey Pandion haliaetus:
    • αλλού ο θαλάσσιος αετός, ο ~ και το δελφίνι (Papatsonis)

[fr AG ἁλιάετος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες