Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλημέριαστος
1 εγγραφή
αλημέριαστος, -η, -ο [alimérjastos]
  • ① not having a hiding-place, retreat, lair, or den (syn χωρίς λημέρι)
  • ⓐ not having a retreat to spend a day or night:
    • βρέθηκαν οι κλέφτες αλημέριαστοι μέσα στον κάμπο
  • ② of wild animals, having no den or lair:
    • η φωτιά στο λόγγο άφησε τ' αγρίμια αλημέριαστα

[cpd w. *λημεριαστός : λημεριάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες