Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αληθεύω [aliθévo] aor αλήθεψα, subj αληθέψω, pass αληθεύομαι
- Ⓐ intr
- ① only pr be true (to fact):
- αληθεύει ο λόγος |
- η είδηση (δεν) αληθεύει |
- αληθεύουν όσα άκουσα (μάθαμε) |
- αληθεύει ότι εκηρύχθη ο πόλεμος, αληθεύει πως αρραβωνιάστηκες, αληθεύει πως πέθανε; |
- ακριβώς το αντίθετο αληθεύει |
- όλες οι παρατηρήσεις αληθεύουν έως ένα σημείο |
- (εκφράζει) φόβους μήπως αληθέψη ο λόγος του (Xenop) |
- ό,τι αληθεύει φιλοσοφικά αληθεύει και χριστιανικά (Tatakis) |
- (πληροφορούμαστε) σε ποιαν έκταση και έως ποιο βαθμό αληθεύει μια πρόταση (= υπόθεση) (Papanoutsos) |
- (καταλήγει) στα πορίσματα, που επιθυμεί ν' αληθεύουν (Panagiotop)
- ② prove to be true, of word, dream, prophesy, (syn αποδεικνύομαι or βγαίνω αληθινός, επαληθεύομαι):
- αλήθεψα σ' ό,τι σου 'πα |
- αλήθεψαν τα λόγια μου, οι προβλέψεις του |
- το όνειρο, η προφητεία του αλήθεψε
- ③ intr & pass αληθεύομαι be fulfilled or realized, be proved true, come true as fact (syn πραγματοποιούμαι):
- τα όνειρά της αλήθεψαν her dreams came true |
- αν αλήθευαν οι ευχές, χαρά σε μας! if wishes came true, what a joy for us! |
- poem να το κάμης ν' αληθέψη | και να θυμηθής για με (Solom) |
- πώς θ' αληθέψη δέτε | τέτοια του κόσμου ευχή (Markoras) |
- και την αντρειά μου είπα ξανά | ας κάνω ν' αληθέψη (Skipis) |
- κι όλο το μυστικό αληθεύεται σιγά σιγά, γλυκά γλυκά γίνεται μέρα (Elytis)
- Ⓑ trans prove sth to be true, confirm:
- την αλήθεψε από χρόνια την προφητεία του Pενάν (Palam) |
- στύλωσα το φθαρτό μου μάτι να αληθέψω αυτή τη μικρούτσικη ελπίδα (Grigoris) |
- poem (Aνάσταση) μαζί ο Θεός κι ο άνθρωπος | πώς σ' έχουν αληθέψει! (Xydis)
[fr MG αληθεύω ← K (pap, PatrG), AG]