Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλευρώνω [alevróno] aor αλεύρωσα, mediop αλευρώνομαι, aor αλευρώθηκα, ppp αλευρωμένος
- ① coat, sprinkle, dredge w. flour, flour (syn πασπαλίζω με αλεύρι):
- αλεύρωσε το ψάρι και βάλ' το στο τηγάνι |
- αλευρώνει τους κεφτέδες για τηγάνισμα |
- gnom όποιος πάει στο μύλο θ' αλευρωθή any (bad) association necessarily brings (adverse) results
- ② cover w. powder, to powder (syn πασπαλίζω με πολλή πούδρα, πουδράρω υπερβολικά):
- δε ντρέπεται γριά γυναίκα ν' αλευρώνεται σα μασκαράς
- ③ give scanty, slight, superficial, poor education or training (syn εκπαιδεύω επιπόλαια, μορφώνω επιφανειακά, πασαλείφω):
- το φροντιστήριο or ο προγυμναστής τ' αλευρώνει τα παιδιά δυο-τρεις μήνες για τις εισαγωγικές εξετάσεις |
- πήγε έξι μήνες στην Eυρώπη κι αλευρώθηκε
[fr MG *αλευρώνω (Ger. Vlachos, 1659) ← K *ἀλευρῶ (-όω), der of K ἄλευρον]
- ① coat, sprinkle, dredge w. flour, flour (syn πασπαλίζω με αλεύρι):