Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλεπού [alepú] η, (& region. αλουπού)
- ① zoo fox, esp the common red fox, Vulpes vulpes:
- folkt μια φορά ανταμώσανε μια αλουπού κ' ένας κάβουρας |
- πονηρός σαν ~as sly as a fox |
- prov ο λύκος έχει τ' όνομα κ' η ~τη χάρη cleverness excels physical superiority, brain over brawn |
- πολλά ξέρει η ~ μα ο σκαντζόχοιρος ένα και καλύτερο sometimes even the cunning ones encounter some one excelling them in slyness |
- τι γυρεύει (or τι θέλει) η ~ στο παζάρι; let the cobbler stick to his last, i.e. one should not mingle in affairs for which he has no interest ability or specialty, or, that is none of his business |
- όσα δε φτάνει (or δε σώνει) η ~ τα κάνει κρεμαστάρια one pretends indifference or scorn for what he hotly desired but is unable to obtain, sour grapes |
- εβάλανε την ~ τις όρνιθες να βλέπη! they appointed a rapacious person to guard property, put the fox to guard the chickenhouse |
- η ~ στον ύπνο της κοτόπουλα ονειρεύεται ironically, of a person having in mind sth of whose acquisition he dreams (syn όποιος πεινά καρβέλια βλέπει στον ύπνο του) |
- στο δόκανο δεν μπαίνει δυο φορές η ~ one does not make the same mistake twice, one learns from experience |
- παλιά ~ στην παγίδα δεν πιάνεται (same meaning) |
- η γριά ~ δεν πιάνεται με ξόβεργες the experienced person is not easy to deceive |
- σα γεράση η ~ γίνεται καλόγρια a person in old age necessarily becomes pious |
- η ~ είχεν αργατιά κ' εκείνη ακριδολόγα (s. ακριδολογώ) |
- η ~ δεν κοιτάει την κομμένη ουρά της παρά γελάει με των αλλωνών (τις ουρές) one laughs at the defects of others instead of correcting his own |
- | η Kατινίτσα ήταν η ~ με την κομμένη ουρά (Xenop) |
- ο δάσκαλος στεκόταν μπροστά στο κάθε παιδί και το εξέταζε με τα μάτια του, που λάμπανε σαν της αλεπούς, από τα νύχια ίσαμε την κορφή (Panagiotop) |
- το μάτι της αλεπούς γυαλιστερό, ξυπνό, διαολεμένο (Venezis) |
- ήταν το δάσος γεμάτο λύκους κι αλεπούδες και τσακάλια (Kovvatzis)
- ⓐ fig sly or cunning person, a cunning fox, trickster, rogue (syn δολερός άνθρωπος, ο πανούργος, ο πονηρός άνθρωπος, παμπόνηρος άνθρωπος):
- αυτός είναι μια ~ |
- είναι μια ~! he is so cunning! |
- σου είν' αυτός μια ~! |
- γριά ~ a seasoned, master, sly person |
- παλιά ~ a cunning blade |
- είναι μεγάλη ~ is a sly dog |
- αυτή την ~ να ξεγελάσης; he is unexcelled in slyness |
- ο Mαυρόλυκος είναι ~ |
- ~ η Tουρκιά |
- poem είν' ~, και τι ~ (Stavrou Ar)
- ② ~ και κοτόπουλα, tag game like Lame Fox and Chickens
- ③ bot a variety of wine-producing grape cultivated in the Peloponnesus and Zakynthos, perhaps the variety called ροδίτης or a variety thereof
- ④ ichth ~ (της θάλασσας), thresher, fox shark, Alopias vulpinus
[ModG αλεπού, αλουπού & αλωπού fr MG αλεπού, αλουπού & αλωπού ← MG αλωπώ, this in turn der of anc (Soph. fr 242) adj ἀλωπός 'fox-like, sly']
- ① zoo fox, esp the common red fox, Vulpes vulpes:
- αλεπουδάκι [alepu∂áci] το,
- fox cub (syn in αλεπόπουλο):
- folkt ήρθαν και τ' αλεπουδάκια της κ' έκατσαν και κείνα κοντά της (Megas) |
- prov η αλεπού εκατό χρονώ, τ' αλεπουδάκια εκατό δέκα (s. αλεπόπουλο)
[der of αλεπούδι]
- fox cub (syn in αλεπόπουλο):
- αλεπουδήσιος, -α, -ο [alepu∂ísjos]
- fox-like, foxy, vulpine:
- η αλεπουδήσια η μούρη του, η ματιά του δεν κατακαθόταν (Venezis) |
- ακούμπησε τ' αλεπουδήσια μάτια του πάνω στον ωκεανό (id.) |
- (η έκφραση των ματιών) είχε κάτι το κρυερό, κάτι το μουλωχτό, τ' αλεπουδήσιο (Levantas) |
- poem τις δολερές | αλεπουδήσιες παλιές πονηριές | να τις αφήσουμε τώρα για πάντα (Stavrou Ar)
[der of αλεπού, pl αλεπούδες w. suff -ήσιος]
- fox-like, foxy, vulpine:
- αλεπούδι [alepú∂i] το, (& αλουπούδι) region.
- fox cub (syn in αλεπόπουλο)
[der of αλεπού]
- αλεπουδιά [alepu∂já] η, region.
- slyness, cunningness (syn πανουργία, πονηρία):
- ν' αφήσης τις αλεπουδιές
[der of αλεπού, fr stem of pl αλεπούδ-ες, w. suff -ιά]
- slyness, cunningness (syn πανουργία, πονηρία):
- αλεπουδίτσα [alepu∂ítsa] η,
- little fox, fox cub (syn in αλεπόπουλο):
- poem πασπατευτά μια ρούσα πρόβαλε στα θάμνα ~ (Kazantz Od 20.686)
[der of αλεπού, fr stem of pl αλεπούδ-ες, w. suff -ίτσα]
- little fox, fox cub (syn in αλεπόπουλο):