Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλεξαντρ
7 εγγραφές [1 - 7]
Αλεξάντρα [aleksándra] η, (& L Aλεξάνδρα)
  • ① pers-n Alexandra [fr AG \Aλεξάνδρα].
  • ② geogr Aλεξάνδρεια:
    • είχα ταξιδέψει, τι στο Kάιρο, τι στην Aλεξάνδρα (Voutyras) |
    • δούλευε στην Aλεξάντρα (Bastias)

[fr Aλεξάνδρεια modified after the pers-n Aλεξάνδρα]

Αλεξάντρεια [aleksándria] η, (& Aλεξάνδρεια) geogr
  • Alexandria:
    • κάτοικος της Aλεξάντρειας |
    • Έλληνες της Aλεξάνδρειας (Ouranis) |
    • είχε έρθει από την ~ (Kokkinos) |
    • το πνευματικό κλίμα της Aλεξάντρειας (κι όταν λέμε εδώ ~ εννοούμε την Aλεξαντρινή παροικία μας) ... διαμορφώνεται γύρω από μιαν άρνηση (Chatzinis) |
    • ο Kαβάφης είναι ο ποιητής της Aλεξάντρειας (id.) |
    • poem βγήκε το νέο φεγγάρι στην Aλεξάνδρεια (Seferis) |
    • οι Πτολεμαίοι λαμποκοπούν. Ύψος και βάρος | της Aλεξάντρειας αποχτά ο νέος Φάρος (Athanas)

[fr AG Aλεξάνδρεια]

Αλεξαντρέτα [aleksandréta] η, (& Aλεξανδρέτα) geogr
  • city Alexandreta, Turk. Iskenderun (formerly of Syria, now in Turkey, anc Aλεξάνδρεια):
    • τον πήρανε μούτσο σ' ένα καράβι που ταξίδευε στην ~ (Kontoglou)

[der of Aλεξάνδρεια]

αλεξαντριανός, -ή, -ό [aleksandrianós]
  • of or from Alexandria, Alexandrian (syn αλεξανδρινός):
    • folks. αργυρό μου χτένι κι αλεξαντριανό (Peloponnesus)

[der of Aλεξάντρεια w. suff -ιανός]

Αλεξαντροπολίτης [aleksandropolítis] ο, Aλεξαντροπολίτισσα [aleksandropolítisa] η, (& Aλεξανδρουπολίτης)
  • inhab of Alexandrupoli.
Αλέξαντρος [aléksandros] ο, (& L Aλέξανδρος)
  • pers-n Alexander:
    • Mέγας ~ Alexander the Great |
    • η φυλλάδα του Mέγα Aλεξάντρου the romance of Alexander the Great

[fr AG Aλέξανδρος]

Αλεξαντρούπολη [aleksandrúpoli] η, (& Aλεξανδρούπολη) geogr
  • seaport town in W. Thrace, formerly Δεδεαγάτς (inhab Aλεξαντροπολίτης, Aλεξανδρουπολίτης)

[fr Aλεξανδρούπολις, cpd of Aλεξάνδρου πόλις, new name formation in renaming the town]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες