Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλεξανδρινός
2 εγγραφές [1 - 2]
αλεξανδρινός1 [aleksan∂rinós] ο, αλεξανδρινή [aleksan∂riní] η,
  • inhab of Alexandria:
    • κάτοικος της Aλεξάντρειας.
αλεξανδρινός2, -ή, -ό [aleksan∂rinós] (L) (& αλεξαντρινός)
  • Alexandrian:
    • αλεξανδρινή εποχή, περίοδος |
    • αλεξανδρινοί χρόνοι (syn ελληνιστικοί χρόνοι) αλεξανδρινοί καιροί |
    • αλεξανδρινά χρόνια |
    • ~ βίος life in Alexandria |
    • αλεξανδρινή λογοτεχνία Alexandrian literature |
    • αλεξανδρινή φιλοσοφία (των σκεπτικών, επικουρείων, στωικών) |
    • αλεξανδρινή τέχνη |
    • αλεξανδρινή βιβλιοθήκη the ancient library in Alexandria |
    • αλεξανδρινοί λόγιοι και σχολιαστές |
    • ο ~ ποιητής (sc ο Kαβάφης) |
    • ~ κώδικας |
    • αλεξανδρινά σχόλια Alexandrian commentaries |
    • ~ στίχος iambic twelve-syllable line in French poetry, alexandrine |
    • αλεξανδρινό επίγραμμα |
    • αλεξανδρινοί επιγραμματοποιοί |
    • αλεξανδρινή παροικία Greek colony in (modern) Alexandria |
    • αλεξανδρινό περιοδικό Greek magazine of (modern) Alexandria |
    • αλεξαντρινό καΐκι, αλεξανδρινές ντομάτες, αλεξανδρινοί καθρέφτες |
    • οι αλεξανδρινοί τραγικοί Mοσχίων και Σωσίθεος αποφεύγουν τις αναλύσεις (Kakridis) |
    • poem όλ' η παράφορη αλεξαντρινή ζωή του all his reckless Alexandrian life (Kavafis) |
    • παιδί αλεξαντρινό, εικοσιπέντε χρόνων (id.) |
    • και πάρτε τ' αλεξανδρινά τα χτένια (Skipis) |
    • παλιού καιρού αλεξανδρινές κοκέτες |
    • | ψιλή, δασεία και υπογεγραμμένη κλ (Konstantinidis-X.)

[fr MG αλεξανδρινός ← K, der of Aλεξάνδρεια w. suff -ινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες