Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλεξανδρ
5 εγγραφές [1 - 5]
Αλεξάνδρα, Aλεξάνδρεια, Aλεξανδρέτα
αλεξανδρίζων, -ουσα [aleksan∂rízon]
  • imitating the Alexandrians (in Egypt):
    • η αλεξανδρίζουσα εκζήτηση προβάλλει κ' εδώ (i.e. στην ποίηση του ποιητή Kαίσαρος Eμμανουήλ) (Spandonidis)

[der of Aλεξάνδρεια]

αλεξανδρινισμός [aleksan∂rinizmós] ο, (& rarely Aλεξαντρινισμός)
  • imitation of the Alexandrians, esp the study of the forms but not of the essence, servile imitation:
    • περίοδος του αλεξανδρινισμού |
    • πρόβλημα |
    • αττικισμός ή ~ |
    • άλλο πράγμα είναι ο κλασικός ελληνικός ανθρωπισμός ... και άλλο ο μουσειακός ~ που προβάλλεται συνήθως ως υπόδειγμα από τους εραστές της κλασικής παιδείας (Papanoutsos)

[der of Aλεξανδρινός]

αλεξανδρινός1 [aleksan∂rinós] ο, αλεξανδρινή [aleksan∂riní] η,
  • inhab of Alexandria:
    • κάτοικος της Aλεξάντρειας.
αλεξανδρινός2, -ή, -ό [aleksan∂rinós] (L) (& αλεξαντρινός)
  • Alexandrian:
    • αλεξανδρινή εποχή, περίοδος |
    • αλεξανδρινοί χρόνοι (syn ελληνιστικοί χρόνοι) αλεξανδρινοί καιροί |
    • αλεξανδρινά χρόνια |
    • ~ βίος life in Alexandria |
    • αλεξανδρινή λογοτεχνία Alexandrian literature |
    • αλεξανδρινή φιλοσοφία (των σκεπτικών, επικουρείων, στωικών) |
    • αλεξανδρινή τέχνη |
    • αλεξανδρινή βιβλιοθήκη the ancient library in Alexandria |
    • αλεξανδρινοί λόγιοι και σχολιαστές |
    • ο ~ ποιητής (sc ο Kαβάφης) |
    • ~ κώδικας |
    • αλεξανδρινά σχόλια Alexandrian commentaries |
    • ~ στίχος iambic twelve-syllable line in French poetry, alexandrine |
    • αλεξανδρινό επίγραμμα |
    • αλεξανδρινοί επιγραμματοποιοί |
    • αλεξανδρινή παροικία Greek colony in (modern) Alexandria |
    • αλεξανδρινό περιοδικό Greek magazine of (modern) Alexandria |
    • αλεξαντρινό καΐκι, αλεξανδρινές ντομάτες, αλεξανδρινοί καθρέφτες |
    • οι αλεξανδρινοί τραγικοί Mοσχίων και Σωσίθεος αποφεύγουν τις αναλύσεις (Kakridis) |
    • poem όλ' η παράφορη αλεξαντρινή ζωή του all his reckless Alexandrian life (Kavafis) |
    • παιδί αλεξαντρινό, εικοσιπέντε χρόνων (id.) |
    • και πάρτε τ' αλεξανδρινά τα χτένια (Skipis) |
    • παλιού καιρού αλεξανδρινές κοκέτες |
    • | ψιλή, δασεία και υπογεγραμμένη κλ (Konstantinidis-X.)

[fr MG αλεξανδρινός ← K, der of Aλεξάνδρεια w. suff -ινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες