Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλεξίπτωτο
1 εγγραφή
αλεξίπτωτο [aleksíptoto] το, aviat
  • parachute, chute:
    • ~ κάθισμα χειριστή or ~ τύπου χειριστή seatpack parachute |
    • ~ παρατηρητή chestpack parachute |
    • ~ πλήρες parachute assembly

[neol, cpd of αλεξι- and πτωτόν: πίπτω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες