Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλεξίπτωτο [aleksíptoto] το, aviat
- parachute, chute:
- ~ κάθισμα χειριστή or ~ τύπου χειριστή seatpack parachute |
- ~ παρατηρητή chestpack parachute |
- ~ πλήρες parachute assembly
[neol, cpd of αλεξι- and πτωτόν: πίπτω]
- parachute, chute: