Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλατίζω
1 εγγραφή
αλατίζω [alatízo] aor αλάτισα, pass αλατίστηκα, ppp αλατισμένος
  • ① season w. salt, to salt (syn βάζω or ρίχνω αλάτι, πασπαλίζω με αλάτι):
    • ~ το φαγί, τη σούπα, τα μακαρόνια, τα χόρτα |
    • το φαγητό είναι αλατισμένο
  • ⓐ add salt to perishable foodstuffs etc, to conserve them, to salt (near-syn παστώνω, ταριχεύω):
    • ~ τα ψάρια, το τυρί |
    • αλάτισα το δέρμα |
    • idiom phr τον αλάτισε στο ξύλο or τον αλάτισε he beat him mercilessly (syn τον έκαμε τ' αλατιού) |
    • να σ' αλατίσω να μη βρωμήσης to s.o. who did or said something nonsensical
  • ⓑ give salt (as part of the diet) to (animals):
    • οι τσοπάνηδες αλατίζουν τα πράματα |
    • mi αλατίζομαι eat salt |
    • τα πρόβατα αλατίζονται
  • ② fig make (one's talk) pleasant w. witticisms etc, to spice (syn νοστιμεύω, νοστιμίζω):
    • αλατίζει την κουβέντα του με ανέκδοτα (αστεία etc)

[fr MG αλατίζω ← K, der of άλας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες