Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλαλιάζω
1 εγγραφή
αλαλιάζω [alaljázo] aor αλάλιασα, pass αλαλιάζομαι, ppp αλαλιασμένος
  • Ⓐ trans
  • ① bring s.o. to a state of dizziness and unconciousness, render him incapable of perceiving happenings around him:
    • τον αλάλιασες στο ξύλο you beat him unconscious |
    • το χαλάζι αλαλιάζει τους πάντες (Panagiotop)
  • ⓐ confuse one's mind (syn ζαλίζω, του παίρνω το μυαλό, σκοτίζω):
    • το πιοτό τον αλάλιασε, δε μπορεί να μιλήση |
    • μ' αλαλιάσατε με τις φωνές σας |
    • εκείνο το πρόστιμο την αλάλιασε |
    • ο τρόμος τούς είχε αλαλιάσει (Karagatsis) |
    • poem πλήθος που απόκαμε ν' αλαλιάζεται, | και θέλει πια να υποταχτή, για ν' ανασάνη (ThFrangop)
  • ② bring s.o. into confusion, perplexity, or despair (syn αποκουτιαίνω, παραζαλίζω, παλαβώνω):
    • μας αλάλιασε η φτώχεια |
    • τον αλάλιασε ο θάνατος της γυναίκας του |
    • θ' αλαλιάσουμε τον εχθρό |
    • αυτό το "αλλά" την εσάστισε, την αλάλιασε (Karagatsis)
  • Ⓑ intr
  • ③ be in a state of dizziness or unconsciousness, suffer greatly (syn ζαλίζομαι, σκοτίζομαι):
    • πάψε πια, γιατί αλάλιασα |
    • αλάλιασες από τις ξυλιές, από τις έγνοιες, από την πείνα, από την αρρώστια, το κρεβάτωμα, τον πυρετό |
    • η μάνα αλάλιασεν απ' τη συμφορά (Palam) |
    • αλάλιασε το μυαλό της με τούτη την είδηση (Panagiotop) |
    • το μυαλό του σκοτείνιαζε, αλάλιαζε (Karagatsis)
  • ④ be in a frenzy, be dumbfounded because of unexpected surprise and emotions (syn θαμπώνομαι, παλαβώνω, σαστίζω, φρενιάζω):
    • αλάλιασε από τη χαρά του |
    • αλάλιασε από τα πλούτια |
    • folks. κάνεις τους νιους και σφάζονται, | τους γέρους κι αλαλιάζονται (in the speech of Smyrna)

[der of άλαλος w. suff -ιάζω; cf παθιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες