Greek-English Dictionary (Georgakas)
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αλαζονεύομαι [alazonévome] aor αλαζονεύτηκα, prp αλαζονευόμενος (L)
- be presumptuous, be haughty or arrogant, boast (syn είμαι αλαζόνας or αλαζών, είμαι φαντασμένος, επαίρομαι, κομπάζω, κομπορρημονώ, μεγαλαυχώ, κορδώνομαι, φουσκώνω, ant είμαι μετριοπαθής or ταπεινόφρων, είμαι συμμαζεμένος):
- ο λαός αυτός αλαζονεύεται απέναντι των άλλων λαών |
- σκοτεινοί είναι οι υπαινιγμοί μήπως η Eλένη βεβήλωσε τα μυστήρια της Mεγάλης Θεάς και πώς αλαζονεύτηκε για την ομορφιά της (Lekatsas) |
- (ο άνθρωπος) αλαζονευόμενος εδίδασκε πως αποτελούσε τη μόνη συνείδηση που υπήρχε μέσα στο σύμπαν (Panagiotop)
[fr AG (also PatrG) ἀλαζονεύομαι]
- be presumptuous, be haughty or arrogant, boast (syn είμαι αλαζόνας or αλαζών, είμαι φαντασμένος, επαίρομαι, κομπάζω, κομπορρημονώ, μεγαλαυχώ, κορδώνομαι, φουσκώνω, ant είμαι μετριοπαθής or ταπεινόφρων, είμαι συμμαζεμένος):