Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αλίμαχτος
1 item total
αλίμαχτος, -η, -ο [alímaxtos]
  • ① not famished, not starved (ant λιμασμένος, πειναλέος):
    • τα παιδιά του καλονοικοκύρη είναι αλίμαχτα
  • ② not stimulating appetite:
    • για το κάθετί με πιάνει λίμα, τίποτε δεν τρώμε αλίμαχτο

[cpd w. λιμαχτός: λιμάζω (λιμός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go