Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακροθαλάσσιος, -α, -ο [akroθalásios] poet.
- of the shore, of the beach (syn in ακρογιαλήσιος):
- poem τ' άγνωρα ρεποθέμελα του αρχαίου | ναού στο έρμο ακροθαλάσσιο πλάι | χορταριασμένα κείτονται (Mavilis) |
- ήρθαν κι αργά εσταμάτησαν πέρα απ' τον ήσκιο το θαμπό | στ' άτρεμα που έριχναν νερά τ' ακροθαλάσσια φώτα (KParaschos)
[cpd of άκρα & θάλασσα; cf γηθαλάσσιος, παραθαλάσσιος]
- of the shore, of the beach (syn in ακρογιαλήσιος):