Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακρογιαλίτης
1 εγγραφή
ακρογιαλίτης, -ισσα, -ικο [akroyalítis]
  • of the seashore, dwelling on the coast (syn περιγιαλίτης)

[der of ακρογιάλι or ακρογιαλιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες