Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: ακρογιαλήσιος
1 item total
ακρογιαλήσιος, -α, -ο [akroyalísjos]
  • of the seaside (syn ακρογιαλίτικος, ακροθαλάσσιος, ακροπελαγήσιος):
    • στα φύκια σα να ψαχουλεύανε να ραντίζουνε τα ακρογιαλήσια χαμόκλαδα (Pasagiannis) |
    • poem τη θύρα, δούλοι, ανοίξετε τ' ακρογιαλήσιου κήπου (Markoras) |
    • Στρειδάς μυρίζεται το ακρογιαλήσιο αγέρι Captain Clam sniffs the seaside breeze (Kazantz Od 24.653) |
    • σ' ευλαβικό μνημόσυνο κινώντας | μαζί, το μονοπάτι παίρνουμε τ' ακρογιαλήσιο | της Σκιάθου (Sikel)

[der of ακρογιάλι w. suff -ήσιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go